ρούσικος

ρούσικος
η , ο русский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρούσικος" в других словарях:

  • ρούσικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν βλ. ρωσικός …   Dictionary of Greek

  • ρωσικός — ή, ό και ρώσικος και ρούσικος, η, ο, Ν [Ρωσία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρωσία ή στους Ρώσους ή αυτός που προέρχεται από τη Ρωσία (α. «ρωσική γλώσσα» β. «ρωσική βότκα») 3. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα Ρωσικά η ρωσική γλώσσα 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρωσικός — ρωσικός, ή, ό και ρούσικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρωσία ή στους Ρώσους: Ονομαστά είναι τα ρωσικά μπαλέτα. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρωσικά, τα η ρωσική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»